κορνιαχτός

κορνιαχτός
και κορνιακτός, ο (Μ κορνιακτός)
βλ. κουρνιαχτός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κορνιαχτός — κορνιαχτός, ο και κουρνιαχτός, ο σκόνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουρνιαχτός — και κορνιαχτός και κορνιακτός, ο (Μ κορνιακτός) σκόνη, κονιορτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κο(υ)ρνιαχτός σχηματίστηκε από τον αρχικό τ. κονιορτός ως εξής: κονιορτός > *κορνιοτός, με μετάθεση τού ρ από τον συμφυρμό αυτών τών δύο τ. σχηματίστηκε ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • κουρνιαχτός — κουρνιαχτός, ο και κορνιαχτός, ο σκόνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”